Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Ιστορία του φλαμένκο

Οι ρίζες του φλαμένκο απλώνονται πριν από 12 αιώνες και σε τέσσερις διαφορετικές κουλτούρες. Άνθισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας στα μέσα του 19ου αιώνα. Χωρίς τις τέσσερις πηγές του, το φλαμένκο δεν θα υπήρχε όπως το ξέρουμε σήμερα. Γιατί όμως αυτή η εκφραστική λαϊκή τέχνη αναπτύχθηκε ειδικά σε αυτή την περιοχή;

Η Ιστορία δείχνει μια ασυνήθιστη ανοχή της διαφορετικότητας των πολιτισμών κατά τη διάρκεια της κατοχής της Νότιας Ισπανίας από τους Μωαμεθανούς. Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι ζούσαν μαζί υπό των Μωαμεθανών για επτά αιώνες και, αν όχι σε απόλυτη αρμονία, τουλάχιστον στις αρχές με πολύ λίγες συγκρούσεις. Σταδιακά, όταν άρχισαν να χάνονται οι πόλεις από τους Μουσουλμάνους, οι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί καταδιώκονταν όλο και πιο Νότια. Η Κόρδοβα και η Σεβίλλη έπεσαν στις αρχές του 13ου αιώνα, ενώ η Γρανάδα άντεξε μέχρι και το 1492.

Κατά τον τελευταίο αιώνα της επανάκτησης των εδαφών από τους Χριστιανούς (περιοχές της Νότιας Ισπανίας έμειναν κάτω από Μουσουλμανική κατοχή μέχρι και 800 χρόνια!), τα εναπομείναντα Μουσουλμανικά Βασίλεια έγιναν λιγότερο ανεκτικά προς τον Χριστιανικό πληθυσμό. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κάθε φορά που Κατιγιάνοι βασιλείς νικούσαν τους Μουσουλμάνους εισβολείς υπήρχαν ξεσπάσματα βίας και ξενοφοβίας που επισκίαζαν αυτές τις νίκες. Μέσα σε αυτό το ταραχώδες σκηνικό έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτες νομαδικές τσιγγάνικες φυλές της Ισπανίας. Η γλώσσα που μιλούσαν δεν έμοιαζε με καμιά από τις γνωστές λατινικές και οι τρόποι και το ντύσιμό τους ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά του τότε Δυτικοευρωπαϊκού κόσμου. Πιθανότατα προήλθαν από την Ινδία και είχαν ξεκινήσει από την περιοχή Punjab γύρω στο 850 μ.Χ.

Για να ελέγξουν τις ξένες επιρροές, οι καθολικοί βασιλείς δημιούργησαν την Ιερή Εξέταση. Όσοι δεν υπάκουαν σε αυστηρούς κοινωνικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς όρους εξορίζονταν, φυλακίζονταν, βασανίζονταν ή δολοφονούνταν. Όσοι συγκρούονταν ή πίστευαν ότι θα διωχθούν από την Ιερή Εξέταση έφευγαν από τη χώρα. Άλλοι κατέφευγαν στις ορεινές απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές της Σιέρα Μορένα και της Σιέρα Νεβάδα. Αυτοί οι πρόσφυγες έγιναν γνωστοί με τον όρο ''felag mengu'' που σημαίνει ''φυγάδες χωρικοί''. Στις μικρές νέες κοινότητες των ''felag mengu'' οι τσιγγάνοι (gitanos), η τέταρτη ισπανική κουλτούρα, βρήκαν 'αδελφικές ψυχές'.


Manuela Vargas
Η συγχώνευση των Gitano με τους Εβραίους, τους Μουσουλμάνους και τους Ανδαλουσιανούς σε αυτά τα απομακρυσμένα χωριά οδήγησε στην πρώιμη έκφραση του φλαμένκο σχεδόν 350 χρόνια αργότερα. Η διαδικασία αυτή της διασκευής και προσαρμογής συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, καθώς αναγνωρίσιμα στυλ του τραγουδιού (cante) αποδίδονται πρωτίστως στην μία ή την άλλη εθνικότητα.

Η πιο αγνή και αυθεντική μορφή του φλαμένκο είναι η φωνή, η οποία δεν συνοδεύεται από όργανα. Οι άλλες μορφές έκφρασης του φλαμένκο όπως η κιθάρα, ο χορός και τα κρουστά προέρχονται από το τραγούδι (cante). Παρόλο που πολλοί μη τσιγγάνοι διαπρέπουν σε πολλές μορφές του φλαμένκο, το cante ήταν πάντα 'προνόμιο' των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Οι ανατολικές αποχρώσεις του cante jondo (βαθύ τραγούδι) έχουν περάσει από γενιά σε γενιά και μόνο η έντονη και από νεαρή ηλικία επαφή με αυτό το στυλ μπορεί να δώσει στον καλλιτέχνη το ηχόχρωμα και την ικανότητα να αυτοσχεδιάσει μέσα στα όρια της παραδοσιακής φόρμας.

Αρχικά το φλαμένκο, ως το τραγούδι των φτωχών και των εξορισμένων, δεν παρουσιαζόταν σε κοινό που πλήρωνε. Σε κάποιο στάδιο στα τέλη του 18ου αιώνα άρχισε να παρουσιάζεται στις ντόπιες ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας. Γύρω στο 1850, το φλαμένκο είχε μπει σε πολλές νέες ταβέρνες-καφέ (cafe cantante). Περισσότερος κόσμος το γνώριζε και είχε χάσει την κακή του φήμη. Οι καλλιτέχνες συνέχισαν να είναι χαμηλής κοινωνικής τάξης, αλλά το φλαμένκο άρχισε να έχει θαυμαστές ανάμεσα στους μορφωμένους και τους πλούσιους. Το φλαμένκο με τη συνοδεία κιθάρας και χορού ήταν πλέον αποδεκτό και πιο προσιτό, ενώ οι καλλιτέχνες του είδους ήταν επαγγελματίες. Οι καλλιτέχνες ξέφυγαν από τα οικογενειακά πλαίσια και από τα χωριά τους. Αυτό άλλαξε την πορεία ανάπτυξης της τέχνης αυτής αφού ο τραγουδιστής (cantaor) έπρεπε πλέον να γνωρίζει περισσότερα κομμάτια και τεχνοτροπίες για να ευχαριστεί το αυξανόμενο και απαιτητικότερο κοινό.


Την εποχή των cafe cantante η χρησιμοποίηση της κιθάρας ήταν περιορισμένη. Οι καλλιτέχνες του φλαμένκο όμως, όταν άρχισαν να έχουν ακούσματα κλασικής μουσικής 'δανείζονταν' τις τεχνικές που μάθαιναν και τις χρησιμοποιούσαν στη δική τους μουσική. Οι τεχνικές του σπουδαίου κιθαρίστα Ramon Montoya στην αρχή έγιναν δεκτές με σκεπτικισμό. Σε μια γενιά όμως έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι του μοντέρνου φλαμένκο. Ακόμα και τα νέα στοιχεία που έφεραν οι γίγαντες της κιθάρας φλαμένκο. Sabicas και Paco De Lucia στις αρχές ήταν απορριπτέα από τους φανατικούς που είχαν πολύ παραδοσιακές αντιλήψεις. Σύντομα όμως, όπως έγινε και με την περίπτωση του Montoya, και οι δύο έδωσαν το στίγμα τους στην ανάπτυξη της τέχνης του φλαμένκο.

Την εποχή της δικτατορίας του Φράνκο, η Ισπανία παρέμεινε μακριά από επιδράσεις από το εξωτερικό. Το τέλος της δικτατορίας συνέπεσε με την ανάπτυξη του φορητού κασετοφώνου και τη δυνατότητα περισσότερου κόσμου να το αποκτήσει λόγω της χαμηλής του τιμής. Ήταν πλέον εύκολο για όλους να ακούσουν όλα τα είδη του cante αλλά και τζαζ, ροκ, ρέγγε, μποσανόβα και σάλσα. Έτσι προέκυψαν όλοι οι δυνατοί συνδυασμοί του φλαμένκο με άλλα είδη. Η επίδραση της τζαζ έφερε και την προσθήκη μη παραδοσιακών οργάνων από δημιουργούς όπως τον Paco De Lucia που άρχισαν να χρησιμοποιούν φλάουτο, κρουστά, μπάσο και σαξόφωνο.

Θα μπορούσε κάποιος να πει πως είναι άγνωστη η μελλοντική πορεία του φλαμένκο. Όμως, όπως φάνηκε μέσα από τα χρόνια, οι αδύνατες επιρροές δεν θα αντέξουν. Η ουσία της τέχνης του φλαμένκο είναι αρκετά δυνατή για να αντέξει σε πειρασμούς, να επαναπροσδιοριστεί εκ νέου, να αναπτυχθεί και να επιβιώσει.

Pedro Cortes

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Η μαγεία ενός ''υπόγειου'' ποταμού

Ο υπόγειος ποταμός Xcaret βρίσκεται στο Κανκούν, στην ακτή της Καραϊβικής, και πιο συγκεκριμένα στη χερσόνησο του Γιουκατάν στο Μεξικό. Συνδέεται με τον πολιτισμό των Μάγια, καθώς αποτελούσε σημαντικό εμπορικό λιμάνι της εποχής και σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο.

Σήμερα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες τουριστικές ''ατραξιόν'' της περιοχής, καθώς συγκεντρώνει πλήθος κόσμου που επιθυμεί να διερευνήσει τα γαλαζοπράσινα νερά σε όλο το μήκος τους, μέσα από αλλεπάλληλες σπηλιές και μυστικά περάσματα.



 


Θαλάσσια απολιθώματα, καταβόθρες και βραχώδεις σχηματισμοί αλλά και ένας μυστηριώδης βυθός ολοκληρώνουν μια μοναδική περιπέτεια για τους λάτρεις των καταδύσεων. Η πρόσβαση στο υπόγειο ποτάμι γίνεται μέσα από το οικολογικό πάρκο που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή, ενώ ειδικοί εκπαιδευτές συνοδεύουν τους κολυμβητές στις διαδρομές τους.





Απαραίτητα ''σύνεργα'', ένα σωσίβιο και μια μάσκα για μια μοναδική περιπέτεια μέσα στα κρυστάλλινα νερά, ενώ μια στάση σε κάποιο από τα μεγάλα ανοίγματα -εν είδει παραλίας- επιβάλλεται για ένα διάλειμμα κάτω από τις ζεστές ακτίνες του ήλιου.














Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Pueblos indígenas: Warao, ''la gente de agua'' en Venezuela



Un warao no puede estar sin su curiara. La podemos encontrar en su mitología apareciendo con el primer antepasado haburí quien, tras su viaje en el Delta se se transforma en diosa del sol naciente, la serpiente Daurani. Estas embarcaciones se hacen a partir de un solo tronco cavado y quemado por dentro con el fin de abrirlo y estirar sus lados.

 Los warao son de mediana estatura, robustos y generalmente lampiños. Dado que viven sobre el agua, no le dan mucha importancia a su vestimenta Es por eso que anteriormente utilizaban el guayuco, fabricado con fibras de palma de curagua (Bromelia fastuosa) o con un pedazo de tela de entre 12 a 15 cm, la cual pasan entre sus piernas y dejan caer al frente como un delantal. Las mujeres generalmente los decoran con perlas y plumas de colores destellantes y con las fibras de curagua, se ornamentan brazos y piernas con pulseras bien apretadas.

La economía de los warao está basada en la caza, la pesca y la recolección de frutos silvestres y cangrejos en el período de sequía. A pesar de ser el Delta rico en estos recursos, el pueblo warao es un pueblo sedentario, que vive también de la explotación de la madera y del comercio de artesanía. La agricultura, aunque parezca extraño, se practica en forma de conuco. Allí cosechan la yuca con la cual preparan distintos alimentos incluidos el casabe y una bebida bien particular fermentada por la saliva, el paiwari.

En las zonas pantanosas, desperdigadas en el agua salada, crecen grandes palmas: el moriche (Mauritia Flexulosa) que es fundamental para la subsistencia de los indígenas. Del centro de su tronco, extraen la harina yurima con la que preparan un pan que utilizan para ofrecer en ciertos rituales. Con sus hojas hacen los techos de sus casas, sus utensilios, herramientas de trabajo y artesanía. También se alimentan del fruto de estas palmas y de las larvas que las habitan.



Los warao se agrupan en subtribus de carácter endogámico. Estos pequeños pueblos están dirigidos por un anciano, el "gobernador", acompañado de un "capitán" y de un "fiscal" (denominaciones heredadas de los criollos) cuyos papeles principales son la organización tanto del trabajo comunal como de los eventos culturales y tradicionales. Estos títulos se asignan esencialmente a los hombres mientras que dentro del hogar, la autoridad y la organización es matriarcal.

El núcleo familiar sigue siendo la unidad socioeconómica y gira en torno a la mujer más vieja de la casa. Generalmente es  la mujer, en la pareja, quien administra la economía del hogar apropiándose y redistribuyendo la caza y la cosecha de su marido y yernos, los cuales viven y trabajan para la familia de su esposa hasta formar su propio hogar.

La educación se hace de una manera sutil y natural, sin obligaciones ni reprimendas. Los más jóvenes aprenden observando e imitando a los adultos según el sexo en sus diferentes tareas diarias, y asimilan las reglas morales y sociales escuchando los relatos y los mitos de los más ancianos, cuyas sanciones son la vergüenza y el rechazo de la comunidad.

Cerca de las casas, es frecuente descubrir pequeños templos o kuaijanokos construídos para venerar al gran a Jaburi (espíritu máximo). Allí se depositan las maracas sagradas y la fécula del moriche como ofrenda que se convertirá en yuruma para las fiestas rituales de Najanamu. Los warao le dan una gran importancia a lo sagrado. Como la mayoría de las etnias de América, el personaje más importante y más respetado de la comunidad es el chamán o piache. Es a la vez el curandero y el mediador entre el mundo real y el espiritual. Su iniciación es dura y sus conocimientos son inmensos, así como sus talentos de prestidigitador. Puede ser hombre pero también a veces mujer.

Los warao tienen la reputación de ser un pueblo alegre y festivo. Sus danzas únicas, sus cantos y su cultura musical forman un gran repertorio. Sus principales instrumentos son los de viento con lengüeta, el dau-kojo (hecho con el árbol de yagrumo), el najsemoi (de palma de moriche), el kariso (especie de flauta de pan) y el mujúsemoi (fabricado a partir del hueso de la tibia de un venado). Otros instrumentos son las maracas, el tambor de piel de araguato (mono aullador o alouatta seniculus) y el violín de origen européo.

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Ένα ταξίδι στο παρελθόν, στα αραβικά και χριστιανικά κάστρα της Ισπανίας


Κάθε ένα από τα 17 αυτόνομα διοικητικά διαμερίσματα, από τα οποία αποτελείται η σημερινή Ισπανία, διαθέτει τη δική του ιστορία, τις δικές του παραδόσεις, τη δική του ξεχωριστή πορεία μέσα στο χρόνο. Ακόμα και η γλώσσα, κοινό συνήθως χαρακτηριστικό γνώρισμα στους κατοίκους ενός κράτους, ξεφεύγει από τον κανόνα, αφού στην Καστίλλη, στην Καταλονία, στη Γαλίθια, στη Χώρα των Βάσκων, στο Λεβάντε, στα Κανάρια κλπ, οι διαφορές στο γλωσσικό ιδίωμα είναι μεγάλες.

Διασχίζοντας τη χώρα από Βορρά προς Νότο και από Δύση σε Ανατολή, πολλές φορές δημιουργείται η εντύπωση πως αλλάζεις κράτος, όμως σε όλο αυτό το μωσαϊκό της διαφορετικότητας και της ιδιαιτερότητας των λαών της Ιβηρικής , υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που ο επισκέπτης δε θα δυσκολευτεί να αναγνωρίσει, αφού χαρακτηρίζει ολόκληρη την ισπανική επικράτεια. Πρόκειται για τα αμέτρητα μεσαιωνικά κάστρα -αραβικά και χριστιανικά- που βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε γωνιά και επαρχία και αποτελούν τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα της χώρας. Θα ξεκινήσουμε την περιήγηση κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

Α. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το 711 μ.Χ. το μεγαλύτερο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου τελεί υπό Αραβική κατοχή. Από εκείνη τη στιγμή και για οχτώ αιώνες αρχίζει η προσπάθεια των Ισπανών να επανακτήσουν τα κατεχόμενα εδάφη, η λεγόμενη ''Reconquista'' (Ανακατάκτηση), η οποία θα ολοκληρωθεί το 1492 μ.Χ., με την παράδοση της Γρανάδας από τους Άραβες στους Καθολικούς Βασιλείς, Φερνάντο και Ισαβέλλα, σφραγίζοντας έτσι το τέλος της ύπαρξης του αραβικού Χαλιφάτου ''Αλ Ανταλούς''.

Η ''Ρεκονκίστα'' ξεκίνησε από το Βορρά (πριγκιπάτο των Αστούριας) και εξαπλώθηκε προς το Νότο. Σε κάθε μέρος που απελευθέρωναν οι Καθολικοί έχτιζαν και ένα κάστρο για να σιγουρέψουν την ασφάλεια των κατοίκων της περιοχής και να έχουν ένα παραπάνω ορμητήριο για τις επόμενες επιθέσεις τους. Κάθε καινούργιο κάστρο αποτελούσε και ένα είδος ανταμοιβής προς τον τοπικό άρχοντα, που μαζί με τον σχετικό τίτλο που του δινόταν, αρκούσαν για να εξασφαλίσουν πίστη και αφοσίωση στον Βασιλιά.

Από τη στιγμή μάλιστα που το Βασίλειο της Αραγονίας (στην ανατολική πλευρά της Ιβηρικής) ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές της Καστίλλης εναντίον των Αράβων, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο τόξο από κάστρα που διέσχιζε τη χερσόνησο από το Λεβάντε (Βαλένθια) μέχρι τη μεγαλύτερη αμυντική γραμμή που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη, την περίφημη Εξτρεμαδούρα (από τα λατινικά Extremis - σύνορο και duro - σκληρό) του Κάθερες, της Βαδαχόθ και της Μέριδα, όπου κατ' επανάληψη απωθήθηκαν οι στρατοί των Μαυριτανών σε μια σειρά από επικές μάχες που σημάδεψαν την ευρωπαϊκή ιστορία.


Η Reconquista ολοκληρώθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1492
με την παράδοση της Γρανάδας στους Καθολικούς βασιλείς, Φερνάντο και Ισαβέλλα.

Τα κάστρα, γύρω από τα οποία χτίστηκαν όλες οι σημερινές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά (είναι δύσκολο να συναντήσεις οικισμό στην Ισπανία χωρίς τουλάχιστον ένα κάστρο), άκμασαν την εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και αποτέλεσαν το κυρίαρχο κοινωνικό καταφύγιο, με αποτέλεσμα μέσα σε αυτά να αναπτυχθούν ήθη, έθιμα και συνήθειες που χαρακτήρισαν την καθημερινότητα των κατοίκων για πολλούς αιώνες. Πώς ήταν όμως αυτά τα κάστρα, ποια η δομή τους, ποια η κατασκευή τους και ποια η οργάνωσή τους;

Β. Η ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ
Τα κάστρα της Ισπανίας αποτελούνται από πέντε κύριες κατασκευές. Το τείχος, την κεντρική είσοδο, την τάφρο, τον κεντρικό πύργο και το οπλοστάσιο. Το τείχος ήταν συνήθως συμπαγής πέτρινη κατασκευή. Γύρω από το τείχος υπήρχε σκαμμένη τάφρος, βαθιά και πλατιά, γεμάτη με νερό. Μοναδική ορατή πρόσβαση για να μπει ή να βγει κανείς από το κάστρο ήταν η κεντρική είσοδος με τη γνωστή πλατφόρμα που ανεβοκατέβαινε με αλυσίδες και τροχαλίες. Τα περισσότερα κάστρα της Καστίλλης διέθεταν πάντως και μυστικές εξόδους διαφυγής, υπόγεια λαγούμια, την ύπαρξη των οπιοίων γνώριζαν μόνο λίγοι και εκλεκτοί για προφανείς λόγους. Ο κεντρικός πύργος, ο οποίος στο Μεσαίωνα ονομαζόταν «πύργος της τιμής», υψωνόταν πολύ ψηλότερα από τις επάλξεις του τείχους και φιλοξενούσε τον άρχοντα του κάστρου μαζί με την οικογένειά του, τους συμβούλους και την προσωπική του φρουρά. Τα μεγαλύτερα κάστρα διέθεταν και μικρότερους πύργους για καλύτερη επόπτευση του εξωτερικού χώρου και για περισσότερες αμυντικές δυνατότητες.
Το οπλοστάσιο βρισκόταν συνήθως στο υπόγειο του κεντρικού πύργου και την άδεια για πρόσβαση την έδινε προσωπικά ο άρχοντας. Μέσα από τα τείχη υπήρχαν στάβλοι, βοηθητικοί χώροι, κελάρια και αποθήκες και βέβαια σπίτια και ξενώνες, στους οποίους διέμεναν οι στρατιώτες και όπου μπορούσαν να φιλοξενηθούν οι εκτός των τειχών κάτοικοι σε περίπτωση ξένης εισβολής. Τέλος, σημαντικότατο στοιχείο για την επιβίωση των πολιορκουμένων συνιστούσε η ύπαρξη ενός (η περισσότερων) πηγαδιού για την εξασφάλιση πόσιμου νερού.

Ο πύργος της Τιμής από το κάστρο της Medina del Campo,
στην επαρχία του Βαγιαδολίδ.

Τα κάστρα πρωταγωνίστησαν για περίπου μια χιλιετία στην Ισπανία. Όσο δηλαδή η χώρα ήταν κατακερματισμένη σε πριγκιπάτα, δουκάτα, βαρονίες και κομητείες. Από τον 16º αιώνα, όταν άρχισε να εξαφανίζεται η φεουδαρχία και στη θέση της εδραιώθηκε η απόλυτη μοναρχία, οι ευγενείς, ιδιοκτήτες των κάστρων, τα εγκατέλειψαν με αντάλλαγμα κατοικίες στη βασιλική αυλή. Έτσι, πολύ γρήγορα έχασαν και την τελευταία χρησιμότητά τους, τη στρατιωτική (αφού πια δεν υπήρχαν εσωτερικοί εχθροί), με συνέπεια να ερημώσουν και πολλά από αυτά να είναι σήμερα ερείπια.

Γ. ΤΑ ΚΑΣΤΡΑ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΠΑΝΙΑ
Ακόμα μεγαλύτερος, όμως, είναι ο αριθμός των κάστρων που έχουν διατηρηθεί, αναπαλαιωθεί και συντηρηθεί από το σύγχρονο ισπανικό κράτος. Η διατήρηση της παράδοσης, η μελέτη της ιστορίας και ο τουρισμός είναι οι τρεις βασικότερες αιτίες που κεντρική εξουσία και τοπικές αρχές έδωσαν μεγάλη σημασία στην εικόνα και την εκμετάλλευση των μνημείων αυτών, με αποτέλεσμα τα έσοδα από τα εκατομμύρια των τουριστών που τα επισκέπτονται κάθε χρόνο, να υπερκαλύπτουν τα έξοδα συντήρησης και να αποτελούν πηγές κερδοφορίας για τους κατοίκους.
Τα κάστρα της Ισπανίας μαζί με τα μνημεία της αραβικής τέχνης και τα παλάτια, αποτελούν σήμερα τον ζωντανό ιστορικό πλούτο της χώρας. Αν και ο συνολικός αριθμός των συντηρημένων κάστρων της Ισπανίας είναι τεράστιος, είναι πολύ εύκολο να διαλέξει κανείς τα δυο πιο όμορφα και αξιόλογα προς επίσκεψη. Πρόκειται για τη θρυλική αραβική Αλάμπρα στη Γρανάδα της Ανδαλουσίας και για την περίφημη καστρόπολη της Άβιλα στην Καστίγια ι Λεόν.

1. ALHAMBRA - TO AΠΟΛΥΤΟ ΑΡΑΒΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ

'Αποψη της Αλάμπρα από την πόλη της Γρανάδας.
Στο βάθος ο ορεινός όγκος της Σιέρα Νεβάδα.

Η Αλάμπρα βρίσκεται στην πόλη Γρανάδα της Ανδαλουσίας, στο νότιο μέρος της χώρας. Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι πιο όμορφο μπορεί να επισκεφθεί κανείς στην Ισπανία. Το όνομά της σημαίνει στα αραβικά ''κόκκινη'' και προέρχεται από την πλήρη ονομασία της που είναι ''Καλάτ αλ-χάμρα'', δηλαδή ''Κόκκινο φρούριο''. Και αυτό, επειδή χτιζόταν στη διάρκεια της νύχτας και τα τείχη της από μακριά και κάτω από το φως των αναμμένων πυρσών έδειχναν κόκκινα.

Η Αλάμπρα είναι μια βασιλική πόλη που περικλείεται από εντυπωσιακά τείχη και είναι χτισμένη πάνω σε ένα μικρο οροπέδιο, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται η πόλη της Γρανάδα. Άρχισε να χτίζεται το 1238 από τον Μπεν Αλ Χαμάρ και ολοκληρώθηκε από τον Μοχάμεντ τον 5º το 1358. Το 1492 έπεσε στα χέρια των Ισπανών καθολικών Βασιλέων, οι οποίοι θεώρησαν σωστό είτε να καταστρέψουν, είτε να μεταφέρουν αλλού μεγάλο μέρος της εσωτερικής διακόσμησης και επίπλωσης.


Η αυλή των λεόντων στο ανάκτορο της Αλάμπρα.

Ο ''φωστήρας'' Κάρολος ο 5oς (1516-1556) ξανάχτισε μερικά τμήματα σε αναγεννησιακό ρυθμό (!) και κατέστρεψε ένα μέρος της Αλάμπρα για να χτίσει ένα ιταλικού ρυθμού ανάκτορο (!!). Σα να μην έφταναν όλα αυτά, το 1812, οι στρατιές του απολίτιστου Ναπολέοντα βομβάρδισαν το κάστρο, διαλύοντας αρκετούς πύργους και προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές στα τείχη.

Η αναστήλωση ξεκίνησε το 1828 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ο εσωτερικός χώρος του κάστρου είναι γεμάτος από παλάτια και κήπους. Αδιαφορήστε για τα κτίρια των καθολικών και αφοσιωθείτε στα αραβικά, τα πραγματικά αριστουργήματα όπως και αν το εξετάσει κανείς. Το μαυριτανικό τμήμα της Αλάμπρα περιλαμβάνει την Αλκαθάμπα, το ανάκτορο της Αλάμπρα, την Άνω Αλάμπρα και την Χενεραλίφε.


Οι περίφημοι κήποι της Χενεραλίφε.

Η Αλκαθάμπα, δηλαδή η Ακρόπολη, είναι το παλαιότερο τμήμα από το οποίο σώζονται μόνο οι συμπαγείς εξωτερικοί τοίχοι, οι πύργοι και οι επάλξεις του. Το ανάκτορο της Αλάμπρα είναι ένα τεράστιο πολυεπίπεδο οικοδόμημα με δαιδαλώδεις διαδρόμους, αίθουσες, εσωτερικούς κήπους και αμέτρητα σιντριβάνια και τεχνητές λίμνες. Οι θαυμάσιες εσωτερικές του διακοσμήσεις θα σας αφήσουν σίγουρα με το στόμα ανοιχτό, ενώ απίστευτες είναι οι λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τα πλέον υπέροχα αραβουργήματα από άποψη τελειότητας και ποικιλίας χρωματικών συνδυασμών.

Οι κυριότερες αυλές του ανακτόρου είναι το ''Patio de los Arrayanes'' (αυλή με τις μυρτιές) και το ''Patio de los leones'' (αυλή των λεόντων), που ονομάστηκε έτσι, γιατί στο κέντρο της βρίσκεται μια αλαβάστρινη κρήνη που την υποβαστάζουν 12 λευκά μαρμάρινα λιοντάρια, σύμβολα ισχύος και τόλμης. Οι σπουδαιότερες αίθουσες της Αλάμπρα είναι η Αίθουσα των πρεσβευτών (Salon de los Embajadores), μια ευρύχωρη και μεγαλοπρεπή αίθουσα υποδοχής, το χωρίς παράθυρα υπνοδωμάτιο του Χαλίφη (Sala de los Abencerrajes) και η Αίθουσα των δυο αδερφών (Sala de las dos hermanas) με την μοναδική διακόσμηση σε μορφή σταλακτιτών.


Ο ''Ινδιάνος'', ένα ''παιχνίδι'' της κορυφογραμμής,
βρίσκεται στη διαδρομή από τη Σεβίλλη προς τη Γρανάδα.

Πάνω από το ανάκτορο βρίσκεται η Άνω Αλάμπρα όπου έμεναν οι αξιωματούχοι και οι αυλικοί. Από τους πύργους της έχετε πανοραμική θέα στην πόλη της Γρανάδα. Τέλος, το πιο απόκεντρο κτίριο στο βόρειο μέρος του κάστρου είναι η παραμυθένια έπαυλη της Generalife (από το αραβικό ''χενάτ αλ αρίφ'' που σημαίνει ''κήπος του Δημιουργού'') με τους υπέροχους και ονομαστούς της κήπους, με τα αμέτρητα τεχνητά ποταμάκια και τους θάμνους που σχηματίζουν λαβύρινθους.

Αυτή είναι μια πολύ μικρή και φτωχή παρουσίαση ενός πραγματικά μοναδικού, σχεδόν ονειρικού μνημείου, που αν βρεθείτε στην Ισπανία πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθείτε. Η πρόσβαση είναι εύκολη, είτε με αυτοκίνητο, είτε με λεωφορείο, τρένο και αεροπλάνο. Αν εξορμήσετε από τη Σεβίλλη, προτιμήστε το τρένο και απολαύστε λίγο πριν φτάσετε στη Γρανάδα τον ''Ινδιάνο'', ένα ''παιχνίδι'' της παρακείμενης κορυφογραμμής.

2. ÁVILA - Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΩΝ
Στο τεράστιο οροπέδιο που βρίσκεται βόρεια και δυτικά της Μαδρίτης, εκτείνεται το μεγαλύτερο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ισπανίας, η Καστίγια ι Λεόν. Η Καστίλλη χρωστάει το όνομά της στα αναρίθμητα κάστρα που είναι διάσπαρτα στο έδαφός της (από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum). Δε χρειάζεται να τα ψάξετε γιατί υπάρχουν παντού. Επί μια χιλιετία χτίζονταν ασταμάτητα με αποτέλεσμα η Καστίλλη να έχει το μεγαλύτερο αριθμό κάστρων σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Στα 87 χιλιόμετρα δυτικά της Μαδρίτης βρίσκεται η Άβιλα, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Η Ávila de los Caballeros (Άβιλα των ιπποτών) όπως είναι το πλήρες όνομα της πόλης, ανήκε στην ρωμαϊκή Λουζιτανία και κατακτήθηκε το 714 από τους Άραβες. Το 1088 ανακτήθηκε από τους Ισπανούς στα πλαίσια της Ρεκονκίστα και τότε χτίστηκε το περίφημο τείχος της από τον Ραϊμούνδο δε Μποργόνια με σκοπό την προστασία του Τολέδο.


H Άβιλα είναι το μεγαλύτερο φωταγωγημένο μνημείο στον κόσμο.

Η πόλη είναι χτισμενη πάνω σε ένα λόφο σε υψόμετρο 1.117 μέτρων (από τις πρωτεύουσες των 50 επαρχιών της Ισπανίας, η Άβιλα είναι χτισμένη στο μεγαλύτερο υψόμετρο), με αποτέλεσμα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου να τη δέρνουν κυριολεκτικά δυνατοί άνεμοι, που της έχουν προσδώσει το προσωνύμιο ''ο πύργος των καταιγίδων''. Η Άβιλα θεωρείται - και είναι -  το ωραιότερο χριστιανικό μεσαιωνικό μνημείο της Ισπανίας.

Το τείχος που περιβάλλει την πόλη σε τραπεζοειδές σχήμα έχει μήκος 2,5 χιλιομέτρων και αποτελείται από 88 πύργους και 2.500 πολεμίστρες. Έχει πάχος 3 μέτρα και ύψος 12 μέτρα, το οποίο φτάνει τα 20 μέτρα στους πύργους που προστατεύουν τις πύλες του Αλκάθαρ και του Σαν Βιθέντε. Συνολικά το τείχος (και κατ' επέκταση η πόλη) έχει 9 κεντρικές τοξοειδείς πύλες, ενώ τάφρος υπήρχε μόνο στη δυτική πλευρά της πόλης.

Οι πιο γνωστές είσοδοι είναι η πύλη του Αλκάθαρ (Puerta del Alcazar), η πρώτη που κατασκευάστηκε και η οποία είχε κρυμμένες τρύπες από όπου έριχναν καυτό νερό και λάδι στους εχθρούς, η πύλη της ''Κακιάς ώρας'' (Puerta de la mala Ventura), από όπου εκδιώκονταν οι Εβραίοι και η πύλη της ''Αγίας'' (Puerta de la Santa), που οδηγούσε στο γενέθλιο τόπο της Αγίας Θειρεσίας (Santa Teresa). Πίσω από κάθε μια από τις 9 πύλες της πόλης υπάρχει και ένα παλάτι, από όπου οι άρχοντες καθοδηγούσαν την αμυντική οργάνωση του στρατού σε καιρούς πολιορκίας. Μέσα στην πόλη, στο μοναστήρι του Αγίου Θωμά, βρίσκεται ο τάφος του Τομάς δε Τορκεμάδα, ο οποίος υπήρξε ο ιδρυτής της Ιεράς Εξέτασης.


Η Πύλη του Αλκάθαρ, μια από τις 9 εισόδους της Άβιλα.

Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν το τείχος της Άβιλα ως το μεγαλύτερο και το πλέον καλοδιατηρημένο σε όλη την Ευρώπη. Επίσης, πρόκειται για το μεγαλύτερο φωταγωγημένο μνημείο του κόσμου. Αν ποτέ βρεθείτε εκεί, αξίζει τον κόπο να περιμένετε να νυχτώσει για να απολαύσετε το μοναδικό θέαμα που προσφέρουν οι δεκάδες προβολείς που δημιουργούν εντυπωσιακές εικόνες. Από τη Μαδρίτη, η πρόσβαση είναι πολύ εύκολη και σύντομη (λεωφορείο και τρένο). Μια ημερήσια εκδρομή είναι ότι πρέπει. Για περισσότερες πληροφορίες μπείτε στο spain.info/en.

Η Αλάμπρα και η Άβιλα αποτελούν τα δυο αντιπροσωπευτικότερα δείγματα κάστρων (αραβικής και χριστιανικής τεχνοτροπίας αντίστοιχα) που υπάρχουν στην Ισπανία. Συνεχίζοντας το οδοιπορικό στα μεσαιωνικά κάστρα της Ισπανίας, θα περάσουμε από πέντε ακόμη που μπορεί να μην έχουν την αίγλη και την αξία των πρώτων δυο, αλλά σίγουρα το καθένα από αυτά παρουσιάζει το δικό του ενδιαφέρον και κουβαλάει τη δική του ιστορία. Η επιλογή είναι τυχαία, έτσι κι αλλιώς όπου και αν βρεθείτε στην Ισπανία και αντικρίσετε ένα κάστρο, πρώτα θαυμάστε το και μετά επισκεφθείτε το. Οι επιλογές θα είναι αμέτρητες.

3. ALCÁZAR DE SEGOVIA - ΑΛΚΑΘΑΡ ΤΗΣ ΣΕΓΟΒΙΑ
Αλκάθαρ στα αραβικά σημαίνει κάστρο μέσα στο οποίο συνήθως υπάρχει και παλάτι. Πολλά κάστρα (αλλά και τοποθεσίες) στην Ισπανία έχουν το προσωνύμιο αυτό για τον απλό λόγο ότι κατασκευάστηκαν αρχικά από τους Άραβες. Ένα από τα πιο γνωστά τέτοια κάστρα είναι το Αλκάθαρ της Σεγόβια. Χτισμένο πάνω σε ένα βράχο, θυμίζει πλώρη καραβιού που εμφανίζεται από το πουθενά. Οι Μαυριτανοί το θεμελίωσαν πάνω στα ρωμαϊκά ερείπια της πόλης και οι καθολικοί μετά την ανακατάκτηση, το ισχυροποίησαν και το μετέτρεψαν σε ένα από τα σημαντικότερα κάστρα της Καστίγια ι Λεόν.


Το Αλκάθαρ της Σεγκόβια.
Εκεί παντρεύτηκαν η Ισαβέλλα της Καστίγια και ο Φερνάντο ο 2ος της Αραγόν, ενώνοντας τα δυο κράτη τους και τις δυνάμεις τους εναντίον των Αράβων Στη διάρκεια του Μεσαίωνα υπήρξε το επίσημο βασιλικό παλάτι. Αργότερα, όταν βασιλιάδες και αυλή μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη, το Αλκάθαρ χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και στρατιωτική ακαδημία. Η πρόσβαση από τη Μαδρίτη είναι πολύ εύκολη και σύντομη μέσω της Εθνικής Ν VI (η Σεγκόβια απέχει γύρω στα 100 χιλιόμετρα).

4. ALCAZABA DE BADAJOZ - ΑΛΚΑΘΑΜΠΑ ΤΗΣ ΒΑΔΑΧΟΘ

H Aλκαθάμπα (ακρόπολη) της Βαδαχόθ.
Στη φωτογραφία ο ''πύργος των κρεμασμένων''.

Η Αλκαθάμπα (ακρόπολη) της Βαδαχόθ κυκλώνει την παλιά πόλη της μουσουλμανικής εποχής. Διατηρείται ακριβώς όπως κατασκευάστηκε τον 12º αιώνα από τον Χαλίφη Αμπού Γιάκομπ Γιουσούφ και είναι η μεγαλύτερη ακρόπολη της Ευρώπης. Μετά την ανακατάκτησή της από τους Ισπανούς ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο και αποτέλεσε το προπύργιο της τεράστιας αμυντικής γραμμής της Εξτρεμαδούρα στη νοτιοδυτική Ισπανία. Το κάστρο διαθέτει έξι άψογα διατηρημένους πύργους, πέντε πύλες και ένα παλάτι. Η πρόσβαση είναι δυνατή με αυτοκίνητο και λεωφορείο από τη Μαδρίτη, αλλά διαρκεί αρκετές ώρες. Από τη Σεβίλλη απέχει πολύ λιγότερο (γύρω στα 200 χιλιόμετρα).

5. CASTILLO DE SANTA BÁRBARA, ALICANTE - ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ, ΑΛΙΚΑΝΤΕ
Το κάστρο της Σάντα Μπάρμπαρα φωτισμένο τη νύχτα.

Το Αλικάντε βρίσκεται στη νότια ακτή του Λεβάντε (Costa Blanca - Λευκή Ακτή) και είναι ένα από τα γνωστότερα τουριστικά θέρετρα της Ισπανίας. Το κάστρο της Σάντα Μπάρμπαρα βρίσκεται χτισμένο μέσα στην πόλη, πάνω σε ένα βράχο ύψους 166 μέτρων κυριολεκτικά πάνω από τη θάλασσα, γεγονός που του έδωσε τεράστια στρατηγική σημασία, αφού από εκεί μπορούσε να εποπτεύεται ολόκληρος ο κόλπος του Αλικάντε και το ανοιχτό πέλαγος. Ανακατακτήθηκε από τους Καθολικούς στις 4 Δεκεμβρίου του 1248, ημέρα που εορταζόταν η Αγία Βαρβάρα, εξ ου και το όνομά του.

Στην εμφάνιση θυμίζει πολύ το Παλαμήδι, χωρίς όμως πρόσβαση από το δρόμο. Αυτός ήταν και ο λόγος που μέχρι το 1962 είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του. Τότε ανοίχθηκαν δυο εσωτερικά τούνελ στο βράχο, μήκους 205 μέτρων και τέθηκαν σε λειτουργία δυο ασανσέρ, με τα οποία οι επισκέπτες μπορούν πλέον να ανέβουν και να θαυμάσουν τη μοναδική του θέα στη θάλασσα. Παράλληλα έχουν γίνει και έργα αναστήλωσης τα οποία ξαναέδωσαν στο χώρο τη χαμένη του αίγλη.

Η Μεσόγειος από το κάστρο της Σάντα Μπάρμπαρα.
Η πρόσβαση είναι εύκολη με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Απέχει γύρω στα 430 χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη και ο ιδανικότερος (γρήγορος και φτηνός) τρόπος για να πάτε είναι το τρένο. Συνδυάστε την επίσκεψή σας με τον απαραίτητο περίπατο στην ξακουστή Εσπλανάδα (παραλιακός πεζόδρομος) και έναν καφέ στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, έναν από τους μεγαλύτερους της Ισπανίας.

6. CASTILLO DE LOARRE, HUESCA - ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΟΑΡΕ, ΟΥΕΣΚΑ

Το κάστρο του Λοάρε βρίσκεται πάνω στις παρυφές των Πυρηναίων, στο διαμέρισμα της Αραγονίας, πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Η θέση του υπήρξε στρατηγικής σημασίας γιατί επόπτευε όλη την πεδιάδα της Ουέσκα που βρισκόταν υπό αραβική κατοχή. Η σπουδαιότητά του και οι συνεχείς επιθέσεις των Αράβων ανάγκασαν τους Ισπανούς να το ενισχύσουν, χτίζοντας γύρω του ένα πρόσθετο περίβολο με τείχη, πύργους και τάφρο.

Το κάστρο του Λοάρε.

Σήμερα θεωρείται από τους ειδικούς το καλύτερα συντηρημένο κάστρο ρωμανικού ρυθμού στην Ευρώπη. Σε αυτό το κάστρο έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας του Ρίντλεϊ Σκοτ ''Το Βασίλειο των Ουρανών'' (Kingdom of Heaven), με πρωταγωνιστές τους Ορλάντο Μπλούμ, Εύα Γκριν, Λίαμ Νίσον και Τζέρεμι 'Αιρονς. Οι κάτοικοι του χωριού του Λοάρε πήραν μέρος σαν κομπάρσοι στα γυρίσματα, με αποτέλεσμα όταν πρωτοπαίχτηκε η ταινία εκεί, να πηγαίνουν καθημερινά στο σινεμά, προσπαθώντας να αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους! Το συγκεκριμένο κάστρο έχει τη δυσκολότερη πρόσβαση από όλα τα υπόλοιπα που παρουσιάσαμε. Βρίσκεται 100 χιλιόμετρα βόρεια της Σαραγόσα, αλλά πρώτα θα πρέπει να πάτε στην Ουέσκα (70 χλμ βόρεια της Σαραγόσα) και από εκεί να πάρετε το τοπικό λεωφορείο για το Λοάρε.


ΟΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ
'Οπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, τα κάστρα αποτέλεσαν το κυρίαρχο κοινωνικό καταφύγιο στην εποχή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, με άμεσο επακόλουθο την ανάπτυξη εντός των τειχών τους μιας καθημερινότητας που χαρακτήρισε τη ζωή των κατοίκων για πολλούς αιώνες. Αυτήν ακριβώς την καθημερινότητα εκείνης της εποχής αναπαριστούν οι σημερινοί κάτοικοι της Καστίγια στις γιορτές που διοργανώνουν κάθε χρόνο σε πόλεις και χωριά. Η Σεγόβια, η Σαλαμάνκα, το Τολέδο, η Λεόν, η Άβιλα, το Βαγιαδολίδ, η Θαμόρα, η Παλένθια, όλες οι σύγχρονες μητροπόλεις της Καστίλλης, θυμούνται το παρελθόν τους με μια σειρά από εκδηλώσεις αφιερωμένες στα σκοτεινά χρόνια της Ιεράς Εξέτασης και των σιδερόφρακτων ιπποτών. Σήμερα, κλείνοντας αυτό το μικρό οδοιπορικό στα κάστρα της Ισπανίας, θα ''ταξιδέψουμε'' σε δυο χωριά, την Πεδράθα ντε λα Σιέρα και την Σεπούλβεδα, για να συναντήσουμε αλλόκοτες φιγούρες, ιππότες και τοξότες, άρχοντες και γελωτοποιούς, δεσποσύνες και τροβαδούρους, δήμιους και ιεροεξεταστές, που θα μας μεταφέρουν στον ισπανικό Μεσαίωνα. 'Ενα μοναδικό ταξίδι μέσα στο χρόνο που σε όποιον το κάνει, θα του μείνει αξέχαστο.

7. PEDRAZA DE LA SIERRA - H NYXTA TΩΝ ΚΕΡΙΩΝ

Το κάστρο της Πεδράθα ντε λα Σιέρα.

Η Πεδράθα ντε λα Σιέρα είναι ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Σεγκόβια με 450 κατοίκους. Ο οικισμός, που βρίσκεται στους πρόποδες του εντυπωσιακού όγκου της οροσειράς της Γουαδαράμα, διατηρεί τον μεσαιωνικό του σχεδιασμό, περιβάλλεται από τείχος και στη βόρεια πλευρά δεσπόζει το κάστρο που χτίστηκε τον 11ο αιώνα. Η Πεδράθα ανακηρύχθηκε Ευρωπαϊκό διατηρητέο μνημείο το 1951. Όλοι οι δρόμοι είναι λιθόστρωτοι και φυσικά απαγορεύονται τα οχήματα.

Κάθε καλοκαίρι, το πρώτο και το δεύτερο Σάββατο του Ιουλίου, οι κάτοικοι μεταμορφώνονται κυριολεκτικά και ξαναζούν τη μεσαιωνική καθημερινότητα. Οι μισοί ντύνονται με ρούχα της εποχής, ενώ προσλαμβάνονται αρκετοί ηθοποιοί που μεταμφιέζονται και «παίζουν» διάφορους ρόλους, όπως του γελωτοποιού, του ζητιάνου, του τροβαδούρου και του δήμιου. Στον κεντρικό δρόμο στήνεται υπαίθρια αγορά, ενώ έξω από το κάστρο λαμβάνουν χώρα αγωνίσματα του Μεσαίωνα, όπως η ξιφομαχία, η τοξοβολία, η διελκυστίνδα κ.α., στα οποία μπορούν να πάρουν μέρος και οι επισκέπτες.

Ηθοποιός μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο,
περιφέρεται στο μεσαιωνικό παζάρι της Πεδράθα.

Οι άλλοι μισοί κάτοικοι αναλαμβάνουν να στήσουν σε όλους τους δρόμους, τα πεζούλια, τα παράθυρα και τις αυλές, χιλιάδες μικρά κεριά, τα οποία και ανάβουν μόλις δύσει ο ήλιος. Το θέαμα είναι μαγευτικό. Πλανόδιοι μουσικοί παίζουν μεσαιωνικές μελωδίες, ενώ ρέει άφθονο το τοπικό κρασί και η μπύρα. Το μόνο φως σε όλο τον οικισμό προέρχεται αποκλειστικά από τα κεριά και η συνηθισμένη συννεφιά της Καστίγια προσδίδει μια ακόμα πιο παραμυθένια αίσθηση. Μόλις ολοκληρωθεί το άναμμα των κεριών, η Συμφωνική Ορχήστρα της Καστίγια ι Λεόν αρχίζει να παίζει έργα κλασικής μουσικής στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της κεντρικής πλατείας (Πλάθα Μαγιόρ).


8. SEPÚLVEDA - Η ΦΙΕΣΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ

Σεπούλβεδα είναι μια μικρή κωμόπολη, επίσης στην επαρχία της Σεγκόβια, μόλις 18 χιλιόμετρα βόρεια της Πεδράθα και έχει 1.300 κατοίκους. Βρίσκεται χτισμένη στο τελείωμα του εθνικού Πάρκου του ποταμού Ντουρατόν και ιδρύθηκε το 1010 μ.Χ. Δε διαθέτει τη διατηρητέα ομορφιά της Πεδράθα, όμως η αμφιθεατρική της θέση, της χαρίζει μια εκπληκτική θέα στο οροπέδιο της Καστίγια. Από τον πύργο της εκκλησίας «Βίρχεν δε λα Πένια» (η Παρθένος του βράχου) μπορεί κανείς να δει πέντε διαφορετικά κάστρα σε όλα τα σημεία του ορίζοντα.

Η Σεπούλβεδα φωτισμένη με πυρσούς τη νύχτα της ''φιέστας των προνομίων''.

Η Σεπούλβεδα δεν έχει κάστρο, είναι όμως κυκλωμένη από εντυπωσιακά τείχη. Το 1076 ο άρχοντας (κόντε) της Καστίγια, Φερνάν Γκονθάλεθ, παρέδωσε στον οικισμό τη «Χάρτα των προνομίων», υπογεγραμμένη από το βασιλιά Αλφόνσο τον 6ο. Αυτά ακριβώς τα προνόμια γιορτάζουν οι κάτοικοι της Σεπούλβεδα κάθε χρόνο την τρίτη Κυριακή του Ιουλίου. Οι ντόπιοι φορούν μεσαιωνικές στολές, στολίζουν όλη την πόλη με θυρεούς, εσκούδα και σημαίες, στήνουν και αυτοί παραδοσιακό παζάρι, αγωνίζονται σε αγωνίσματα της εποχής και φωταγωγούν τα τείχη και τα κτίρια με αναμμένους πυρσούς.
Κορυφαία στιγμή της φιέστας είναι όταν ανάβει ο πυρσός που φωτίζει τον βασιλικό θυρεό πάνω στα τείχη και αρχίζει έτσι και επίσημα η φωταγώγηση της πόλης με τους πυρσούς. Η παράδοση λέει πως τον βασιλικό θυρεό άναβε με αναμμένο βέλος ο πιο δεξιοτέχνης τοξότης της φρουράς από την κεντρική πλατεία, τη λεγόμενη Πλάθα δε Εσπάνια.

Κάτοικοι της Σεπούλβεδα αγωνίζονται στη διελκυστίνδα δίπλα στα τείχη.

Θυμάστε τον Αντόνιο Ρεμπόγιο Λινιάν, τον τοξότη που άναψε την Ολυμπιακή φλόγα στο Στάδιο του Μοντζουίκ στους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1992 με μια βολή που έκοψε την ανάσα σε εκατομμύρια τηλεθεατές; Είναι ο ίδιος που ανάβει τα τελευταία χρόνια τον πρώτο πυρσό στη Σεπούλβεδα. Μπορείτε να απολαύσετε το άναμμα του 2006 (καθαρή βολή από τα 50 μέτρα) στο εκπληκτικό βίντεο που ακολουθεί και θα παραδεχτείτε πως πραγματικά αξίζει τον κόπο να βρεθεί κανείς στις μεσαιωνικές γιορτές της Καστίγια!

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Los genios de la pintura barroca española

Durante el reinado de Felipe IV, la Escuela Española afirmó las cualidades de su esilo y definió su personalidad gracias fundamentalmente a los grandes maestros del siglo: Velázquez, Ribera, Zurbarán Murillo.

Velázquez nace en Sevilla en 1599. Formado con Pacheco, su primera etapa se caracteriza por una pintura naturalista inspirada en Carabaggio. En el año 1623 viaja a Madrid e inicia su carrera de retratista de Corte, interesándose por la personalidad de sus modelos. El viaje a Italia de 1629 le llevará a conocer la pintura del Renacimiento y convertirse en un pintor reconocido realizando los encargos más importantes de su tiempo, como la decoración de la Torre de la Parada o el Palacio del Buen Retiro. En el año 1649 regresa a Italia donde culmina su carrera recibiendo todo tipo de honores. De vuelta a España, el ocaso de su vida nos depara sus mejores obras, en las que anticipa la pintura impresionista al interesarse por la luz y el color.

Ribera representa la pervivencia del naturalismo táctil y concreto que se había iniciado en las primeras décadas del siglo XVII y que con él, alcanzó su máxima expresión. Su estancia en Roma y Nápoles le permitirá conocer las obras de Carabaggio, recibiendo un importante número de encargos, haciéndose famoso por el dramatismo que encierra en sus martirios. Con el transcurrir de los años, siguiendo la evolución del siglo, olvidará o atenuará su tenebrismo para acercarse al estilo de los Carracci. Las obras de estos años vendrán caracterizadas por el colorismo y la difusa luminosidad, recordando a la Escuela Veneciana. En sus últimas obras, recupera el estilo tenebrista que caracterizó sus primeros momentos consiguiendo imágenes llenas de vivacidad en las que emplea una rebosante luminosidad al estilo de Tintoretto.

La principal aportación de Zurbarán a la pintura española del Barroco será el reflejo de la vida, las querencias y las aspiraciones de los ambientes monásticos para los que el pintor realizó prácticamente toda su obra. Su estilo se mantuvo prácticamente invariable desarrollando el naturalismo tenebrista para crear escenas cargadas de verosimilitud, en las que los santos se presentan ante el espectador de la manera más realista. Por esta razón, Zurbarán es el pintor de los hábitos. Esta inmovilidad fue durante varias décadas el secreto de su éxito, pero terminó por condenar su carrera artística ya que el cambio de gustos en la mitad del siglo XVII y el triunfo de la pintura de Murillo harán fracasar su próspero taller.

Murillo es quien mejor representa el nuevo lenguaje de la fé, a cuyo servicio puso su particular sensibilidad inclinada a valores dulces y amables. Con una facilidad portentosa, creó una pintura serena y apacible como su propio carácter en la que priman el equilibrio compositivo y expresivo y la delicadeza y el candor de sus modelos, nunca conmovidos por sentimientos extremos. Colorista excelente y buen dibujante, Murillo concibe sus cuadros con un fino sentido de la belleza y con armoniosa mesura, lejos del dinamismo de Rubens o de la teatralidad italiana.

Οι διάνοιες της Ισπανικής Ζωγραφικής του Μπαρόκ
Κατά τη βασιλεία του Φιλίππου Δ', η Ισπανική Σχολή επιβεβαίωσε τις ιδιότητες του ύφους της και καθόρισε την προσωπικότητά της κυρίως χάρη στους μεγάλους πατέρες του αιώνα: Βελάθκεθ, Ριμπέρα, Θουρμπαράν και Μουρίγιο.

Ο Βελάθκεθ γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1599. Εκπαιδευμένος δίπλα στον Πατσέκο, το πρώτο στάδιο της καριέρας του χαρακτηρίζεται από την νατουραλιστική ζωγραφική εμπνευσμένη από τον Καραβάτζιο. Το 1623 ταξιδεύει στη Μαδρίτη και ξεκινάει την καριέρα του ως προσωπογράφος της Βασιλικής αυλής, δείχνοντας το ενδιαφέρον του στην προσωπικότητα των μοντέλων του. Το ταξίδι στην Ιταλία το 1629 θα του διδάξει την Αναγεννησιακή ζωγραφική και θα τον αναγνωρίσει ως ένα σπουδαίο ζωγράφο, ο οποίος εκτελεί τις πιο σημαντικές παραγγελίες της εποχής του, όπως η διακόσμηση της Τόρε δε λα Παράδα, ή το Παλάθιο ντελ Μπουέν Ρετίρο. Το 1649 επιστρέφει στην Ιταλία όπου ολοκληρώνει την καριέρα του και όπου του αποδίδουν πολλές τιμητικές διακρίσεις. Επιστρέφοντας στην Ισπανία, στο τέλος της ζωής του, μας προσφέρει τα καλύτερα έργα του στα οποία προλαμβάνει την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική δείχνοντας το ενδιαφέρον του για το φως και το χρώμα.

Ο Ριμπέρα αντιπροσωπεύει την επιβίωση του νατουραλισμού που είχε αρχίσει τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου έβδομου αιώνα και που με αυτόν έφθασε στη μέγιστη έκφρασή του. Η παραμονή του στη Ρώμη και στη Νάπολη θα του δώσει την ευκαιρία να γνωρίσει τα έργα του Καραβάτζιο. Έλαβε ένα μεγάλο αριθμό παραγγελιών και έγινε γνωστός για τη δραματικότητα που εκφράζει στα μαρτύριά του. Με το πέρασμα των χρόνων από την εξέλιξη του αιώνα, θα ξεχάσει ή θα μειώσει την τεχνοτροπία του Τενεμπρισμού για να προσεγγίσει την τεχνοτροπία των Καράτσι. Τα έργα του αυτών των ετών θα χαρακτηριστούν από το χρώμα και το διάχυτο φως, που θυμίζουν την Βενετική Σχολή. Στα τελευταία έργα του, ανακτά το ύφος του τενεμπρισμού που χαρακτήρισε τις πρώτες στιγμές του έχοντας ως αποτέλεσμα εικόνες γεμάτες ζωντάνια στις οποίες χρησιμοποιεί φωτεινότητα που ξεχειλίζει στο ύφος του Τιντορέτο.

H σημαντικότερη συμβολή του Θουρμπαράν στην ισπανική ζωγραφική του Μπαρόκ είναι η αντανάκλαση της ζωής, οι προτιμήσεις και οι φιλοδοξίες του μοναστικού περιβάλλοντος, για το οποίο ο καλλιτέχνης εκτέλεσε σχεδόν όλα τα έργα του. Το ύφος του παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο αναπτύσσοντας τον Τενεμπρισμό, για να δημιουργήσει σκηνές γεμάτες αληθοφάνεια, στις οποίες οι άγιοι παρουσιάζονται στον θεατή με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο. Για το λόγο αυτό, ο Θουρμπαράν, είναι ο ζωγράφος των ράσων. Αυτή η ακινησία ήταν για δεκαετίες το μυστικό της επιτυχίας του, αλλά τελικά καταδικάστηκε η καλλιτεχνική του καριέρα λόγω της αλλαγής των προτιμήσεων στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα με τον θρίαμβο του Μουρίγιο, που θα συμβάλει για να αποτυγχάνει το επιτυχημένο εργαστήριο του.

Ο Μουρίγιο είναι αυτός που αντιπροσωπεύει καλύτερα τη νέα γλώσσα της πίστης, υπηρεσία στην οποία έδειξε την ιδιαίτερη ευαισθησία του, έχοντας κλίση σε ευγενικές και γλυκές αξίες. Με μια εκπληκτική ευκολία δημιούργησε μια γαλήνια και ειρηνική ζωγραφική, όπως ήταν ο χαρακτήρας του, στην οποία κυριαρχούν η δημιουργική ισορροπία, η λεπτότητα και η αγνότητα των μοντέλων του, τα οποία ποτέ δεν άγγιξαν ακραία συναισθήματα. Εξαίσιος χρωματιστής και καλός ζωγράφος, ο Μουρίγιο διανοείται τους πίνακές του με μια φίνα αίσθηση της ομορφιάς και μια αρμονική μετριοπάθεια, μακριά από το δυναμισμό του Ρούμπενς και την ιταλική θεατρικότητα.